- χορωδιακός
- choral
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
χορωδιακός — ή, ό, Ν [χορωδία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χορωδία ή αυτός που εκτελείται από χορωδία (α. «χορωδιακό σύνολο» β. «χορωδιακό τραγούδι») 2. το ουδ. ως ουσ. το χορωδιακό είδος θρησκευτικής ψαλμωδίας … Dictionary of Greek